- κέρσαι
- κείρωkṛṇā´tiaor imperat mid 2nd sg (epic)κείρωkṛṇā´tiaor inf act (epic)κέρσαῑ , κείρωkṛṇā´tiaor opt act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέρσαι — (Α) αιολ. τ. τού απρμφ. αορ. τού κείρω*, αντί κεῑραι … Dictionary of Greek